Εψές ήρθε ένας στην Άντζελα και γύρευε τη Ντόρα Ξεσήκου, ρωτούσε αν μένει στο χωριό και που, η Ντόρα έλειπε - την είχε πετάξει ο Χαλιβούρδας με την καρότσα στον Παλαμά να φέρουνε τη νέα σοδειά Τζιμ Μπιμ Μπλακ. Τα κορίτσα κι ο Κοκοβιός εκάνανε τις πάπιες. Εγώ πετάχτηκα σαν τη πορδή και του ΄πα ότι σταμάτησε το μπαρ κι έφυγε για Ντουμπρόβνικ. Η φάτσα ήταν περίεργη κιο μυριστήκαμε τη βρωμοδουλειά. Την έψαχνε για βίζιτες να ξοπληρώσει χρωστούμενα από ζάρια που ΄παιξε. Ο Ράλλης την επήρε στο κινητό να μην πατήσει στο μαγαζί γι΄ απόψε μη σήκωνε μπελάδες. Η φάτσα θρονιάστηκε σε καλό τραπέζι και στείλαμε την Αγορίτσα να ψαρέψει ορέξεις. Ο τύπος ήτο σαλονικιός και θα 'φευγε το πρωί. Δεν του την είχε δώσει τόσο η Ντόρα, άλλα είχε κάνει χοντρή κρασοπατινάδα κι ήτανε φέσι. Του βάλαμε κι εμείς τ' ανοιχτά τα ουίσκια ν΄ αποτελειωθεί, μη του σφυρίξει κανάς αντάβαλος τίποτις. 'Γω 'χα χαλαστεί πολύ - η Άντζελα έχει βρωμίσει ως τα μπούνια και τίποτε δεν την ξεπλένει. Ούτε με το Ράλλη δε ξεσηκώθηκα, βυθίστηκα στο τσίπουρο και θόλωσα μες τα καπνά του σαντέ. Όταν ο σαλονικιός παρήγγειλε μες τη λιαρδοσύνη του στο Ορτύκι που 'τανε στο δίσκο να πάω στο τραπέζι για παρέα, εγώ τα πήρα - μας το 'παιζε πολύ λεμές ο τύπος και σκύφτε όλοι να σας καβαλικέψω. Ζυγώνω το λεπόν και του λέω Καλ΄ η παρέα σου φάτσα, αλλά βρωμάν τα πόδια σου. Ο σαλονικιός φορτώνει και πάει να με βουτήξει από τη μπροστινή ξεφτισμένη αντάυγεια. Το Ορτύκι μπαίνει στη μέση και τονε ξαναπαλουκώνει στην καρέκλα. Ο Κοκοβιός πήρε φωτιά στον κώλο και "διακτινίστηκε" (κατά τον Ζέπη) κι αυτός εκεί.
- Πάενε χόρεψε μωρή. Τζάμπα μωρή πλέρωσε ο άνθρωπος άλφα τράπεζα πίστεως και είκοσι πανέρια γαρούφαλλα
Να το σημάνω ο Κοκοβιός με είπε δυό φορές μωρή λες κι είμαι κανάς βιγκολεβίγκος.
- Μόρα και κασίδα, και βρόντηξα το ποτήρι μου καταΐ.
Αυτό δεν το 'καμα από μαγκιά, αλλά την αλήθεια τα ΄χα τσούξει λιγοστό και δε το βαστούσαν τα χέρια μου. Το δίχως άλλο βγήκα από το μαγαζί σα να 'χα καταπιεί τον Εγκέλαδο. Με πήρε στο κατόπι και το Ορτύκι και μες την τύφλα μου άρχισε να μου τσαμπουνάει έρωτες μύθια και λόγια χωριοπανηγυριώτικα. Δεν ήτο κακός, ήτο μικρό γκαργκανούλι ακόμη κι ενθουσιάστηκε που 'νιωσε προστάτης για την πάρτη μου. Μετ' από λίγο όρμησε όξω κι ο σαλονικιός, σουρνάμενος σαν το κροκόδειλο μέχρι τη χέστρα. * Ο βεσές είναι έξω από το μαγαζί προς την αποφυγή οσμών* Αηδίασα έτσι όπως τον είδα γονατιστό να οδηγεί το πορσελάνινο λεωφορείο. Κάπου κει μας πέτυχε κι η χαραυγή και φώτισ΄ ο ήλιος τις μούρες μας που ΄ταν σαν κομμένο αυγολέμονο. Δεν είναι όλα τα βράδια καλά. Δεν είναι κάθε μέρα όλοι φίλοι.
είναι πια αργά
Πριν από 7 μήνες
Τις καλημέρες μου ξενύχτισα! Βλέπω και γνωστές φατσούλες στο μπλογκόσπιτό σου. Άντε καλή αρχή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλούρες.
Έναν Ορτυκα που ήξερα εγώ παλιά...δεν ήτο και το πρώτο μπόι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλά περνάτε ρε, λες να γυρίσω?
ΠΩ ΠΩ.. σας συναντάω στα πιο απρόβλεπτα μέρη !!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣούλα .. άλλη μια μοναδική ιστορία .. Να' σαι καλά !
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς σε βρήκα και ευχαριστώ για την επιλογή να με διαβάζεις. Θα το κάνω κι εγώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ τα λέω
ΑπάντησηΔιαγραφήΠας μη Καρδιτσιώτης, ολίγον ξενέρωτος
Μας βάζεις σε ένα κόσμο εντελώς διαφορετικό απ' αυτό που ζούμε! Και γαμώ!
ΑπάντησηΔιαγραφή