Και σε λυπόνται όλοι. Άσκημο. Και να νιώθεις μιζέρια, κιο να την αποπνέεις! Ηθέλησες να νιώσεις θεϊκλίκι, παραπέρα, παραπάνω. Άλλο όμως να την πίνει την κόκα ο Σούλτσος, με τα σατέν μαύρα σακάκια, τα χρυσά δακτυλίδια, την κολώνια τζαϊπούρ, και να τη στρώνει με τα μαντρoπαλικαράκια του, να την πατάνε και να σηκώνουν αντράλα στο μαγαζί, να γελάνε να παίρνουνε τις καλύτερες γκόμενες, κι αυτές με τη σειρά τους να ξεχαρμανιάζουνε όχι μες τη σαπίλα αλλά μες την κυρίλα, γιατί είναι φτιαγμένοι τα σπάνε πλερώνουν και δεν τους λέγει και κανένας τίποτα. Ετούτοι αστράφτουν λες και τους φρεσκοπασαλείψαν απ΄το μαλλί μέχρι την κάλτσα με μπριγιαντίνη, ενώ εσύ μαστουριάζεις μες τη βρώμα στο δέκα επί οκτώ σαν το κλασμένο απ΄το θεό μαρούλι κι άντε να στη βαρέσει λίγο ν΄ αναλαλάξεις σαν το κοκόρι που το σφάζουνε κι έπειτα κλαις και κλαις. Δεν είναι έτσι οι άντρες Ούζε, οι άντρες πίνουνε και δεν παραπονιόνται, οι άντρες μπορεί να σέρνονται τις νύχτες σαν τα κροκοδείλια αλλά τη μέρα δουλεύουνε και ξυπνάνε. Έτσι την παλεύουνε. Κιο δεν αφήνουν κανένα βαπορέικο γκαλιαγκδόσκυλο να τους γαμήσει από μπρος κι από πίσω. Πεινούσες κι έπεσες με τα μούτρα στη σούπα με το ηλιέλαιο και τώρα ακόμη τρως, κι έγινες χοντρός σα βαβουροπατάτας, και τρως μονάχος σου, κανένας δε σε θέλει έτσι, κι αν θαρρείς πως δε σε μέλει αυτό κι ότι εσύ έτσι κοιτάς την πάρτη σου και περνάς καλά, τράβα βαλέ από δεκαεφτά και τα λέμε!
Υ.Σ: Τον γύφτο με τα τρία σκυλιά και το κόκκινο τουότα την επόμενη μέρα τον πήρανε οι γαλατάδες με τα μπλε καρούμπαλα για πέντε δράμια κόκα στο σακουαγιάζ. Μας αφήσαν το τουότα. Εγώ δεν πήγα στην Ιταλία.
*Μυθικά τέρατα του Θεσσαλικού κάμπου, σύζευξη καλιακούδας και σκύλου.